κραιπαλώ

κραιπαλώ
(Α κραιπαλῶ, -άω) [κραιπάλη]
είμαι μεθυσμένος, διατελώ σε κατάσταση μέθης («ἐξῆλθε κραιπαλῶν εἰς τὸ στάδιον», Πολ.)
νεοελλ.
διάγω ακόλαστο βίο, ασωτεύω
αρχ.
1. έχω πονοκέφαλο μετά από υπερβολικό μεθύσι («ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς», Αλεξ.)
2. ευθυμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κραιπαλῶ — κραιπαλάω to be intoxicated pres imperat mp 2nd sg κραιπαλάω to be intoxicated pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κραιπαλάω to be intoxicated pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κραιπαλάω to be intoxicated pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακραιπάλωτος — ἀκραιπάλωτος, ον (Α) [κραιπαλῶ] ο ακραίπαλος …   Dictionary of Greek

  • αποκραιπαλώ — ἀποκραιπαλῶ ( άω) (Α) 1. κοιμάμαι ύστερα από κραιπάλη 2. επιδίδομαι σε κραιπάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < από* + κραιπαλώ < κραιπάλη «μεθύσι»] …   Dictionary of Greek

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

  • συγκραιπαλώ — άω, Μ μεθώ μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κραιπαλῶ «είμαι μεθυσμένος» (< κραιπάλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”