- κραιπαλώ
- (Α κραιπαλῶ, -άω) [κραιπάλη]είμαι μεθυσμένος, διατελώ σε κατάσταση μέθης («ἐξῆλθε κραιπαλῶν εἰς τὸ στάδιον», Πολ.)νεοελλ.διάγω ακόλαστο βίο, ασωτεύωαρχ.1. έχω πονοκέφαλο μετά από υπερβολικό μεθύσι («ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς», Αλεξ.)2. ευθυμώ.
Dictionary of Greek. 2013.